- καθίσετε
- καθίζωaB*fut ind act 2nd plκαθίζωaB*aor subj act 2nd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καναπές — ο (λ. γαλλ.), μακρό ανάκλιντρο για να κάθονται περισσότερα από ένα άτομα: Ελάτε να καθίσετε στον καναπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)